- τερτίπι
- τό1) повадка; 2) уловка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τερτίπι — το, Ν 1. τέχνασμα για παραπλάνηση, κόλπο 2. (κυρίως στον πληθ.) τα τερτίπια επιτηδευμένη συμπεριφορά, καμώματα, νάζια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tertip] … Dictionary of Greek
τερτίπι — το (λ. τουρκ.), τέχνασμα για παραπλάνηση, κόλπο: Πολλά τερτίπια ξέρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τερτιπιτζής — ο, Ν αυτός που μεταχειρίζεται τερτίπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τερτίπι + τζής*] … Dictionary of Greek
tertip — TERTÍP, tertipuri, s.n. Şiretlic, stratagemă, truc, viclenie. – Din tc. tertib. Trimis de RACAI, 04.02.2007. Sursa: DEX 98 TERTÍP s. v. subterfugiu. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime TERTÍP s. v. dispoziţie, hotărâre, intrigă,… … Dicționar Român
τέχνασμα — το, ατος έξυπνη επινόηση για επιτυχία κάποιου σκοπού, κόλπο, τερτίπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τέχνη — η 1.επαγγελματική ικανότητα: Με τέχνη δουλεύει. 2. επάγγελμα: Η τέχνη του ράφτη. 3. εμπειρία, ικανότητα, μαστοριά: Είναι καμωμένο με τέχνη. 4. τέχνασμα, τερτίπι, κόλπο: Με τέχνη νίκησε τον αντίπαλό του. 5. δημιουργία έργων που προκαλούν αισθητική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)